- έμμισθος
- -η, -ο (Α ἔμμισθος, -ον)1. αυτός που παίρνει μισθό («έμμισθος επιμελητής»)2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία»)αρχ.αυτός που πληρώνεται για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμμισθος — in receipt of pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμισθος — η, ο επίρρ. α 1. που παίρνει μισθό, ο μισθωτός: Έμμισθος υπάλληλος. 2. που γίνεται με μισθό, με αμοιβή: Έμμισθη εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμίσθως — ἔμμισθος in receipt of pay adverbial ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθον — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc sg ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθοις — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθου — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθους — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθων — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθα — ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθοι — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)